- πεντεβάλανος
- πεντε-βάλᾰνος [pron. full] [βᾰ], ον,A with five wards,
κλειδίον IG22.1533.27
(iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλειδίον IG22.1533.27
(iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντεβάλανος — ον, Α αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή τού ξύλινου μοχλού, τής αμπάρας τής θύρας, και τόν στερεώνουν στην παραστάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βάλανος (πρβλ. μονο… … Dictionary of Greek
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek